υπόδειγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπόδειγμα < αρχαία ελληνική ὑπόδειγμα < ὑποδείκνυμι < δείκνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deyḱ-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπόδειγμα ουδέτερο
- αυτό που υποδεικνύεται ή προβάλλεται ως πρότυπο προς αντιγραφή ή μίμηση, καθώς συγκεντρώνει πολλά θετικά χαρακτηριστικά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- υποδειγματικός
- → δείτε τη λέξη δείχνω