αντιγραφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιγραφή < μεσαιωνική ελληνική ἀντιγραφή < ελληνιστική κοινή ἀντιγραφή (=ἀντίγραφον, μεταγραφή) < αρχαία ελληνική ἀντιγραφή < ἀντί + γραφή ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλικά copie)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a(n).di.ɣɾa.ˈfi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιγραφή θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος αντιγράφω, η δημιουργία ενός αντιγράφου
- (σε εξετάσεις) το να έχει ο εξεταζόμενος μαζί του βιβλίο ή σημειώσεις και να απαντά στα θέματα αντιγράφοντας από αυτά
- απαγορεύεται η αντιγραφή σε κάθε είδους γραπτές εξετάσεις
- ενέργεια κατά την οποία τα περιεχόμενα μιας συγκεκριμένης περιοχής "πηγαίνουν" σε μια άλλη, χωρίς όμως να διαγραφούν από την πρώτη
- Για να αντιγράψεις κάτι, πατάς "αντιγραφή" και μετά "επικόλληση".
- (πληροφορική) αντιγραφή τύπου δεδομένων (data type), έχει δύο υπώνυμα: ρηχή αντιγραφή (shallow copy) και βαθιά αντιγραφή (deep copy)