Μετάβαση στο περιεχόμενο

transcription

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
transcription transcriptions

transcription (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η αντιγραφή, η απομαγνητοφώνηση, η πράξη ή η διαδικασία του να αναπαρασταίνω κάτι σε γραπτή ή έντυπη μορφή
      errors in transcription - λάθη κατά την αντιγραφή
      the transcription of a personal interview - η απομαγνητοφώνηση μίας προσωπικής συνέντευξης
  2. τα πρακτικά, το κείμενο, γραπτό ή έντυπο αντίγραφο λέξεων που έχουν ειπωθεί
      the transcriptions of a court session - τα πρακτικά ενός δικαστηρίου
      The speech was delivered in Ukrainian; the transcription is a rendering of the English translation.
    Η ομιλία εκφωνήθηκε στην Ουκρανική· το κείμενο είναι απόδοση της αγγλικής μετάφρασης.
  3. (γλωσσολογία) η φωνητική μεταγραφή, η αναπαράσταση της ομιλίας με φωνητικά σύμβολα
      phonetic transcription - φωνητική μεταγραφή
  4. (μουσική) η μεταγραφή, η προσαρμογή μουσικού έργου
      the transcription of a musical composition - η μεταγραφή μιας μουσικής σύνθεσης

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
transcription < λατινική transcriptio < transcribere

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tʁɑ̃s.kʁip.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
transcription transcriptions

transcription (fr) θηλυκό

  1. η καταγραφή, η ακριβής καταγραφή, μεταφορά ενός κειμένου σε άλλο πλαίσιο, σε άλλη βάση
  2. (μουσική) μεταγραφή, προσαρμογή μουσικού έργου

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]