Μετάβαση στο περιεχόμενο

translation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
translation translations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  • Από το λατινικό translatio, μεταφορά. < Από το trans, διά, + το latio, εκ του latus, μετοχή του ανώμαλου ρήματος ferre, μεταφέρω, + την κατάληξη των ενεργητικών ουσιαστικών -io.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

translation (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η μετάφραση, η ενέργεια του μεταφράζω
      The author of the book will do the translation himself.
    Ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου θα κάνει τη μετάφραση.
      I’ve read it in translation.
    Το έχω διαβάσει σε μετάφραση.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μετάφραση, κείμενο ή λέξη που έχει μεταφραστεί
      a word for word translation - μετάφραση κατά λέξη
      the translation of an idiom - η μετάφραση ενός ιδιωματισμού

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  • Δείτε πιο πάνω, την αγγλική λέξη.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

translation (fr) θηλυκό

Mouvement de translation : κίνηση ενός σώματος κατά την οποία μια ευθεία που ανήκει σε αυτό το σώμα παραμένει παράλληλη.

Συγγενικά

[επεξεργασία]