μετάφραση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετάφραση < ελληνιστική κοινή μετάφρασις < μεταφράζω < μετά + φράζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɛ.ˈta.fɾa.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετάφραση θηλυκό
- η μεταφορά ενός γραπτού κειμένου ή προφορικού λόγου σε μία άλλη γλώσσα
- (συνεκδοχικά) το μεταφρασμένο κείμενο
- (μαθηματικά) (γεωμετρία) γεωμετρική ορολογία, εξίσωση μετακίνησης αντικειμένου σε συγκεκριμένη απόσταση
- (βιολογία) η διαδικασία κατά την οποία τα μεταφορικά RNA (tRNA) συνθέτουν αμινοξέα στα ριβοσώματα με βάση το αγγελιαφόρο RNA (mRNA)
- (πληροφορική) η μεταγλώττιση
[επεξεργασία]
- μεταφράζω
- μετάφρασμα
- μεταφραστής, μεταφράστρια
- μεταφραστικός, μεταφραστικά
- μεταφράσιμος, μεταφραστέος
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετάφραση
πληροφορική