traduction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

traduction < traduire

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tʁa.dyk.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
traduction traductions

traduction (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

traduction (ia)