превод

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

превод (bg) (prevód)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

превод (sr) (λατινική γραφή: prevod) αρσενικό