tłumaczenie
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tłumaczenie | tłumaczenia |
γενική | tłumaczenia | tłumaczeń |
δοτική | tłumaczeniu | tłumaczeniom |
αιτιατική | tłumaczenie | tłumaczenia |
οργανική | tłumaczeniem | tłumaczeniami |
τοπική | tłumaczeniu | tłumaczeniach |
κλητική | tłumaczenie | tłumaczenia |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌtwũmaˈt͡ʃ̑ɛ̃ɲɛ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tłumaczenie (pl) ουδέτερο