tłumaczenie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tłumaczenie | tłumaczenia |
γενική | tłumaczenia | tłumaczeń |
δοτική | tłumaczeniu | tłumaczeniom |
αιτιατική | tłumaczenie | tłumaczenia |
οργανική | tłumaczeniem | tłumaczeniami |
τοπική | tłumaczeniu | tłumaczeniach |
κλητική | tłumaczenie | tłumaczenia |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
tłumaczenie (pl) < tłumaczyć (pl)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌtwũmaˈt͡ʃ̑ɛ̃ɲɛ/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tłumaczenie (pl) ουδέτερο