μετά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
μετα
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετά < αρχαία ελληνική μετά
Επίρρημα[επεξεργασία]
μετά
- αργότερα, ύστερα
- δεν έχω χρόνο τώρα, θα το συζητήσουμε μετά
- μετά από + Αιτιατική
- αφού έχει περάσει ένα ορισμένο χρονικό διάστημα
- μετά από πέντε λεπτά, ήρθε το λεωφορείο
- αφού έχει περάσει ένα ορισμένο χρονικό διάστημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετά ουδέτερο άκλιτο
- το μέλλον, αυτό που θα επακολουθήσει, (μεταφορικά) οι συνέπειες
→ δείτε τη λέξη πριν
Πρόθεση[επεξεργασία]
μετά
- με αιτιατική
- αργότερα από κάτι, ακολουθώντας χρονολογικά
- μετά το δείπνο, έπεσε για ύπνο
- ακολουθώντας κάτι άλλο (για στοιχεία τοποθετημένα σε μια ορισμένη σειρά)
- το γράμμα β έρχεται μετά το άλφα
- αργότερα από κάτι, ακολουθώντας χρονολογικά
- (λόγια χρήση) με γενική
- (συνοδεία) μαζί με
- ήλθε μετά της συζύγου του
- (τρόπος) με
- τον υποδέχτηκαν μετά βαΐων και κλάδων
- η πρότασή του απορρίφθηκε μετά πολλών επαίνων
- (συνοδεία) μαζί με
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
τα προθήματα
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
μετά
- συμπερασματικός
- Μας έχει ξεγελάσει τόσες φορές. Μετά, πώς να του έχουμε εμπιστοσύνη;