πριν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Υποψήφιο Λήμμα Ποιότητας
Το παρόν λήμμα προτείνεται να ανακηρυχθεί Λήμμα Ποιότητας. Για να δώσετε την άποψή σας και την ψήφο σας, επισκεφθείτε τη σελίδα συζήτησής του. |
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πριν < αρχαία ελληνική πρίν
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
πριν
- (χρονικό) προηγούμενα, νωρίτερα
- μακάρι να το είχα σκεφτεί πιο πριν!
- (τοπικό) πιο μπροστά
- το λεωφορείο δεν περνάει από εδώ, έχει τέρμα πέντε δρόμους πριν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πριν ουδέτερο άκλιτο
- το παρελθόν
- για να βγάλουμε συμπεράσματα από ένα γεγονός, πρέπει να δούμε τόσο το πριν όσο και το μετά
→ δείτε τη λέξη μετά
Πρόθεση[επεξεργασία]
πριν άκλιτο
- (χρονικό) νωρίτερα από κάτι ή κάποιον
- η φίλη μου έφτασε πριν από μένα
- (τοπικό) πιο μπροστά από κάτι ή κάποιον
- το κατάστημα είναι λίγο πριν από τη γωνιά
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
πριν άκλιτο
- με δευτερεύουσα πρόταση, δείχνει ότι η πράξη που περιγράφεται ακολουθεί χρονικά την πράξη της κύριας πρότασης
- έκλεισα τα παράθυρα πριν αρχίσει να βρέχει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίρρημα
ουσιαστικό