νωρίς
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νωρίς < μεσαιωνική ελληνική ἐνωρίς < ελληνιστική κοινή ἐνώρως
Επίρρημα[επεξεργασία]
νωρίς
- εγκαίρως
- πρόωρα, πριν από τη στιγμή που αναμένεται, πριν από τη συνηθισμένη ώρα
- στην αρχή μιας γνωστής χρονικής περιόδου
- πριν από την προσδοκώμενη ώρα