early
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- early < μέση αγγλική erly / erli < αγγλοσαξονική ǣrlīce < ǣr (πριν) + -līce
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
early (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
early (en) , συγκριτικός : earlier, υπερθετικός : earliest