first
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
first (en)
Επίρρημα[επεξεργασία]
first (en) (χωρίς παραθετικά)
- πρώτα, πρώτον
- ↪ First we wash our hands and then we eat.
- Πρώτα πλένουμε τα χέρια και μετά τρώμε.
- ↪ First we wash our hands and then we eat.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
first | firsts |
first (en)
- (με the) η πρώτη, το πρώτο πρόσωπο ή πράγμα που έρχεται ή συμβαίνει
- ↪ Be the first, then!
- Να γίνεις η πρώτη, τότε!
- ↪ Be the first, then!
- (μη μετρήσιμο) η πρώτη ταχύτητα στο αυτοκίνητο