last

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: lust

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

last (en) (χωρίς παραθετικά)

  • περασμένος, το πιο πρόσφατο
    Next summer will be hotter than last.
    Το επόμενο καλοκαίρι θα είναι πιο ζεστό από το περασμένο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

last (en) (με the, πληθυντικός: the last)

  1. ο τελευταίος, το πρόσωπο ή το πράγμα που έρχεται ή γίνεται μετά από όλα τα άλλα παρόμοια άτομα ή πράγματα
    He was the last to leave.
    Ήταν ο τελευταίος που έφυγε.
  2. (μόνο ενικός) τελευταίος, το πιο πρόσφατο
    I’m afraid we haven’t seen/heard the last of him.
    Φοβάμαι πως δεν τον είδαμε/ακούσαμε για τελευταία φορά.

Προσδιοριστής[επεξεργασία]

last (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τελευταίος, περασμένος, το πιο πρόσφατο
    The last time I saw him…
    Την τελευταία φορά που τον είδα…
    Palamas’ last book - το τελευταίο βιβλίο του Παλαμά
    last winter - περασμένος χειμώνας
    the last year/generation - η περασμένη χρονιά/γενιά
    Next summer will be hotter than last one.
    Το επόμενο καλοκαίρι θα είναι πιο ζεστό από το περασμένο.
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τελευταίος, το μόνο που μένει
    at the last minute - την τελευταία στιγμή
    Come on, one last rehearsal.
    Έλα, μια τελευταία πρόβα.
     συνώνυμα: → δείτε το επίθετο final

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας last
γ΄ ενικό ενεστώτα lasts
αόριστος lasted
παθητική μετοχή lasted
ενεργητική μετοχή lasting

last (en)

  • (αμετάβατο) διαρκώ, κρατώ, συνεχίζω να υπάρχω
    How long will this nice weather last?
    Πόσο θα διαρκέσει αυτός ο ωραίος καιρός;
    His fame will not last.
    Η φήμη του δεν θα διαρκέσει.
    How long will your vacation last?
    Πόσο διαρκούν οι διακοπές σου;
    It will last longer than a month.
    Θα διαρκέσει πάνω από μήνα.
    Our conversation lasted an hour.
    Η συνομιλία μας κράτησε μια ώρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη persist

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

last (en)

Πηγές[επεξεργασία]