persist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
persist (en)
- επιμένω σε μια προσπάθεια ή μια ερώτηση που υποβάλλω
- he persisted in repeating his question
- επέμενε να επαναλαμβάνει την ερώτησή του
- he persisted in repeating his question
- συνεχίζω να υπάρχω, επιμένω ή επιβιώνω
- fears of recession persist, despite the measures taken by the government
- οι φόβοι για μια οικονομική ύφεση επιμένουν, παρά τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση
- some aspects of feudalism persisted into the 19th century
- κάποια στοιχεία της φεουδαρχίας επιβίωναν και τον 19ο αιώνα
- fears of recession persist, despite the measures taken by the government
- (πληροφορική) σώζω δεδομένα, αποθηκεύω δεδομένα, διατηρώ δεδομένα σε μόνιμη μνήμη (πχ. σκληρό δίσκο)