Μετάβαση στο περιεχόμενο

persistently

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός persistently
συγκριτικός more persistently
υπερθετικός most persistently

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
persistently < persistent + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

persistently (en)

  • επίμονα
    παράδειγμα  It is not polite to stare persistently at others.
    Δεν είναι ευγενικό να κοιτάς επίμονα τους άλλους.