remain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | remain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | remains |
αόριστος | remained |
παθητική μετοχή | remained |
ενεργητική μετοχή | remaining |
Ρήμα[επεξεργασία]
remain (en)
- (αμετάβατο) απομένω, συνεχίζει να υπάρχει αφού τα άλλα μέρη έχουν αφαιρεθεί, χρησιμοποιηθεί κτλ.
- μένω, υπολείπομαι, που πρέπει ακόμη να γίνει, να ειπωθεί ή να αντιμετωπιστεί
- ↪ Nothing remains to be said.
- Δεν μένει να πούμε τίποτα.
- ↪ There still remains a lot to do.
- Μένουν πολλά να γίνουν ακόμα.
- ↪ There remains much to be done.
- Πολλά υπολείπονται να γίνουν.
- ↪ Nothing remains to be said.
Πηγές[επεξεργασία]
- remain - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 107. ISBN 9780194325684., λήμμα: απομένω