remain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας remain
γ΄ ενικό ενεστώτα remains
αόριστος remained
παθητική μετοχή remained
ενεργητική μετοχή remaining

Ρήμα[επεξεργασία]

remain (en)

  1. (αμετάβατο) απομένω, συνεχίζει να υπάρχει αφού τα άλλα μέρη έχουν αφαιρεθεί, χρησιμοποιηθεί κτλ.
    How much money remains?
    Πόσα χρήματα έχουν απομείνει;
     συνώνυμα: be left
  2. μένω, υπολείπομαι, που πρέπει ακόμη να γίνει, να ειπωθεί ή να αντιμετωπιστεί
    Nothing remains to be said.
    Δεν μένει να πούμε τίποτα.
    There still remains a lot to do.
    Μένουν πολλά να γίνουν ακόμα.
    There remains much to be done.
    Πολλά υπολείπονται να γίνουν.

Πηγές[επεξεργασία]