stay

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
stay stays

stay (en)

  • η διαμονή, η παραμονή
    during his stay abroad - κατά τη διαμονή του στο εξωτερικό
    short-term/long-term stay - ολιγοήμερη/μακροχρόνια διαμονή
    his stay in London - η παραμονή στο Λονδίνο

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας stay
γ΄ ενικό ενεστώτα stays
αόριστος stayed
παθητική μετοχή stayed
ενεργητική μετοχή staying

stay (en)

  1. μένω (κατοικώ)
  2. μένω (παραμένω, δεν αλλάζω)
  3. αναβάλλω
    The judge stayed judgement.
    Ο δικαστής ανέβαλε την έκδοση αποφάσεως.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]