stay
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stay | stays |
stay (en)
- η διαμονή, η παραμονή
- ↪ during his stay abroad - κατά τη διαμονή του στο εξωτερικό
- ↪ short-term/long-term stay - ολιγοήμερη/μακροχρόνια διαμονή
- ↪ his stay in London - η παραμονή στο Λονδίνο
- ↪ I extended my stay for a week.
- Παράτεινα την παραμονή μου μια βδομάδα.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stay |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stays |
αόριστος | stayed |
παθητική μετοχή | stayed |
ενεργητική μετοχή | staying |
stay (en)
- (αμετάβατο) μένω, παραμένω, συνεχίζω να βρίσκομαι σε ένα συγκεκριμένο μέρος για ένα χρονικό διάστημα χωρίς να απομακρυνθώ
- ↪ It’s a sin to stay indoors on such a beautiful day.
- Είναι αμαρτία να μένεις μέσα τέτοια όμορφη μέρα.
- ↪ Stay still!/Stay there!
- Μείνε ακίνητος!/Μείνε εκεί!
- ↪ I’m staying standing/sitting.
- Μένω όρθιος/καθιστός.
- ↪ Will you stay for food?
- Θα μείνετε για φαγητό;
- ↪ I have a lot of work and I can’t stay.
- Έχω πολλές δουλειές και δεν μπορώ να μείνω.
- ↪ The other guests had left but he stayed back.
- Οι άλλοι καλεσμένοι είχαν φύγει αλλ' αυτός παρέμεινε πίσω.
- ↪ It’s a sin to stay indoors on such a beautiful day.
- (αμετάβατο) μένω, παραμένω, σε ένα μέρος προσωρινά ως επισκέπτης
- ↪ Where do you stay when you go to London?
- Πού μένεις όταν πας στο Λονδίνο;
- ↪ I am staying in a hotel/with friends.
- Μένω σ' ένα ξενοδοχείο/σε φίλους.
- ↪ We’ll stay in Rome a few day.
- Θα μείνουμε στη Ρώμη δυο μέρες.
- ↪ I can only stay for a few minutes.
- Μπορώ να μείνω μόνο για λίγα λεπτά.
- ↪ He stayed abroad for six years.
- Παρέμεινε στο εξωτερικό έξι χρόνια.
- ↪ Where do you stay when you go to London?
- (αμετάβατο) μένω, παραμένω, συνεχίζω να βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ↪ I am staying silent.
- Μένω σιωπηλός.
- ↪ Stay off (of) drugs.
- Μείνε από τα ναρκωτικά.
- ↪ If the weather stays nice…
- Αν ο καιρός μείνει καιρός…
- ↪ His conditions stays the same.
- Η κατάστασή του παραμένει η ίδια.
- ↪ I am staying unmarried/sober.
- Παραμένω ανύπαντρος/ξεμέθυστος.
- ↪ I am staying silent.
- (μεταβατικό) αναβάλλω
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- stay (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- stay (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42, 224, 659. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναβάλλω, διαμονή, παραμονή