stay on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | stay on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stays on |
αόριστος | stayed on |
παθητική μετοχή | stayed on |
ενεργητική μετοχή | staying on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
stay on (en)
- συνεχίζω να σπουδάζω, να εργάζομαι κτλ. κάπου για περισσότερο από το αναμενόμενο ή αφού έχουν φύγει άλλοι άνθρωποι
- ↪ He’ll stay on at school for another year.
- Θα συνεχίσει στο σχολείο κι άλλο ένα χρόνο.
- ↪ He’ll stay on at school for another year.