on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Πρόθεση[επεξεργασία]

on (en)

  1. πάνω (στο)
    It is on the shelf.
    Είναι πάνω στο ράφι.
     συνώνυμα: over, upon
  2. πάνω, καταπάνω, κατ' επάνω, εναντίον
    The tiger pounced on me.
    Η τίγρη πήδησε πάνω μου/καταπάνω μου.
     συνώνυμα: upon
  3. πάνω, κατά τη διάρκεια μιας δραστηριότητας
    He fell asleep on the job.
    Αποκοιμήθηκε πάνω στη δουλειά του.
     συνώνυμα: during
  4. πάνω σε, αναφορικά, σχετικά με, σε σχέση με κάτι
    What is your opinion on this?
    Ποια είναι η γνώμη σου πάνω σε αυτό;
     συνώνυμα: regarding
  5. (λαϊκότροπο) έχω ή κρατώ πάνω μου, κατοχή αντικειμένου ή μέσων, μαζί με κάποιον, δίπλα σε κάποιον
    Do you have a phone on you?
    Έχεις κινητό πάνω σου;
    Do you keep money on you?
    Κρατάς πάνω σου λεφτά;

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315. ISBN 9780194325684. , λήμμα: (ε)πάνω

Αζεριανά (az)[επεξεργασία]

Αριθμητικό[επεξεργασία]

on (az)



Βασκικά (eu)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

on (eu)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Αντωνυμία[επεξεργασία]

on (fr)



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

on (ca)



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Αντωνυμία[επεξεργασία]

on (pl) αρσενικό



Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Αντωνυμία[επεξεργασία]

on (sr)

  • λατινική γραφή του он



Σερβοκροατικά (sh)[επεξεργασία]

Αντωνυμία[επεξεργασία]

on (sh)



Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Αριθμητικό[επεξεργασία]

on (tr)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]



Τουρκμενικά (tk)[επεξεργασία]

Αριθμητικό[επεξεργασία]

on



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Αντωνυμία[επεξεργασία]

on (cs)



Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

on (fi)