on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

on (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. χρησιμοποιείται για κάτι που είναι συνδεδεμένο ή λειτουργεί
    I am turning the tap on.
    Ανοίγω τη βρύση.
    I turn the light/the radio on.
    Ανοίγω το φως/το ράδιο.
  2. πέρα, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι κινείται ή στέλνεται προς τα εμπρός
    From now on you will be continuing by yourselves.
    Από δω και πέρα θα συνεχίσετε μόνοι σας.

Πρόθεση[επεξεργασία]

on (en)

  1. σε, σε θέση που καλύπτει, αγγίζει ή αποτελεί μέρος μιας επιφάνειας
    The picture is on the wall.
    Η εικόνα είναι στον τοίχο.
    My glass is on the table.
    Το ποτήρι μου είναι στο τραπέζι.
    There’s a stain on your shirt.
    Υπάρχει ένας λεκές στο πουκάμισό σου.
    The leaf is on the tree.
    Το φύλλο είναι στο δέντρο.
    He knocked on the door.
    Χτύπησε την πόρτα.
  2. πάνω (στο), καταπάνω, υποστηρίζεται από κάποιον ή κάτι
    It is on the shelf.
    Είναι πάνω στο ράφι.
    Leave it on here/there.
    Άφησέ το εδώ/εκεί πάνω.
    What should I wear on top?
    Tι να φορέσω από πάνω;
    The tiger pounced on me.
    Η τίγρη πήδησε πάνω μου/καταπάνω μου.
     συνώνυμα: over, upon
  3. σε, με, χρησιμοποιείται να δείξει ένα μέσο μεταφοράς
    I am on the plane.
    Είμαι στο αεροπλάνο.
    I came on my bike.
    Ήρθα με το ποδήλατό μου.
  4. σε, μέσω κάτι
    I am talking on the phone right now.
    Αυτή τη στιγμή μιλάω στο τηλέφωνο.
  5. χρησιμοποιείται να δηλώσει μια ημέρα ή ημερομηνία
    I am leaving on Sunday.
    Φεύγω την Κυριακή.
    On Monday we went to a concert.
    Τη Δευτέρα πήγαμε σε μια συναυλία.
  6. πάνω, χρησιμοποιείται να περιγράψει μια δραστηριότητα ή μια κατάσταση
    He fell asleep on the job.
    Αποκοιμήθηκε πάνω στη δουλειά του.
  7. σε, κατά, χρησιμοποιείται να δείξει κατεύθυνση
    It is on your right/left.
    Είναι στα δεξιά/αριστερά σου.
    He turned his cannons on the castle.
    Έστρεψε τα κανόνια του κατά του κάστρου.
  8. σε, μέσα σε, σε ή κοντά σε ένα μέρος
    The restaurant is on the main road.
    Το εστιατόριο είναι στον/μέσα στον κεντρικό δρόμο.
    All speculation about life on Mars…
    Όλες οι υποθέσεις για ζωή στον Άρη…
  9. σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη βάση ή τον λόγο για κάτι
    Your suspicions are based on guesswork.
    Οι υποψίες σου βασίζονται σε υποθέσεις.
    On the assumption that…
    Με της υπόθεση ότι…
  10. πάνω σε, αναφορικά, σχετικά με κάποιον ή κάτι
    What is your opinion on this?
    Ποια είναι η γνώμη σου πάνω σε αυτό;
     συνώνυμα: → δείτε την πρόθεση about
  11. με, που πληρώνεται από κάτι
    I live on my salary/my pension/my income.
    Ζω με το μισθό μου/τη σύνταξή μου/το εισόδημά μου.
    How do you make ends meet on 400 euros a month?
    Πώς τα φέρνεις βόλτα με 400 ευρώ το μήνα;
  12. πάνω, που μεταφέρεται από κάποιον, στην κατοχή κάποιου
    Do you have a phone on you?
    Έχεις κινητό πάνω σου;
    Do you keep money on you?
    Κρατάς πάνω σου λεφτά;

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αζεριανά (az)[επεξεργασία]

Αριθμητικό[επεξεργασία]

on (az)



Βασκικά (eu)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

on (eu)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Αντωνυμία[επεξεργασία]

on (fr)



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

on (ca)



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Αντωνυμία[επεξεργασία]

on (pl) αρσενικό



Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Αντωνυμία[επεξεργασία]

on (sr)

  • λατινική γραφή του он



Σερβοκροατικά (sh)[επεξεργασία]

Αντωνυμία[επεξεργασία]

on (sh)



Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Αριθμητικό[επεξεργασία]

on (tr)

Συγγενικά[επεξεργασία]



Τουρκμενικά (tk)[επεξεργασία]

Αριθμητικό[επεξεργασία]

on



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Αντωνυμία[επεξεργασία]

on (cs)



Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

on (fi)