one

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /wʌn/

Αντωνυμία[επεξεργασία]

one (en) (ονομαστική ενικού, γ' προσώπου, χωρίς γένος) αιτιατική: one, αυτοπαθής: oneself, κτητικός προσδιοριστής: one's)

  1. (αόριστη ονομαστική προσωπική αντωνυμία) κάποιος, κανένας/κανείς (στη σημασία: κάποιος)
    One must always be careful.
    Πρέπει κανείς να προσέχει πάντα.
  2. (αόριστη αντωνυμία) ένας
    Take one - Πάρε ένα

Αριθμητικό[επεξεργασία]

one (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 411. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κανείς



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

file=Pl-one.ogg 

Αντωνυμία[επεξεργασία]

one (pl)