Μετάβαση στο περιεχόμενο

one

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /wʌn/
ομόηχο: won

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

one (en) (ονομαστική ενικού, γ' προσώπου, χωρίς γένος) αιτιατική: one, αυτοπαθής: oneself, κτητικός προσδιοριστής: one's)

  1. (αόριστη αντωνυμία) χρησιμοποιείται για να αποφευχθεί η επανάληψη ενός ουσιαστικού, όταν αναφέρομαι σε κάποιον ή κάτι που έχει ήδη αναφερθεί ή ότι το άτομο με το οποίο μιλάω γνωρίζει
    παράδειγμα  Your question is related to the previous one.
    Το ερώτημά σου είναι συναφές με το προηγούμενο.
    παράδειγμα  Here’s a red pencil, and a green one.
    Να ένα κόκκινο μολύβι, κι ένα πράσινο.
    παράδειγμα  There were two new books and some old ones.
    Υπήρχαν δυο καινούρια βιβλία και μερικά παλιά.
    παράδειγμα  Here are some English books. Which one/Which ones do you want?
    Να μερικά Αγγλικά βιβλία. Ποιο/Ποια θέλεις;
    παράδειγμα  Old social structures must give way to new ones.
    Οι παλιές κοινωνικές δομές πρέπει να παραχωρήσουν τη θέση τους σε νέες.
    παράδειγμα  There are differences and obvious ones at that.
    Υπάρχουν διαφορές και μάλιστα ολοφάνερες.
  2. χρησιμοποιείται όταν προσδιορίζω το άτομο ή το πράγμα για το οποίο μιλάω
    παράδειγμα  This one is better than that one.
    Αυτό είναι καλύτερο από εκείνο.
    παράδειγμα  The one I have in my right hand.
    Αυτό που έχω στο δεξί μου χέρι.
    παράδειγμα  The one in the corner.
    Εκείνο (που είναι) στη γωνία.
    παράδειγμα  The ones you showed me yesterday.
    Εκείνα που μου έδειξες χθες.
  3. (one of) ένας από, κάποιος από, ένα άτομο ή ένα πράγμα που ανήκει σε μια συγκεκριμένη ομάδα
    παράδειγμα  I like one of them.
    Μου αρέσει ένα από αυτά.
    παράδειγμα  She is one of her friends.
    Είναι μια από τις φίλες της.
    παράδειγμα  Answer one of the two questions.
    Να απαντήσετε στο ένα από τα δύο ερωτήματα.
    παράδειγμα  He can’t hear out of one of his ears.
    Δεν ακούει από το ένα του αυτί.
    παράδειγμα  one of us/you/them/them - κάποιος από εμάς/εσάς/αυτούς/όλους
    παράδειγμα  Is the book one of yours?
    Το βιβλίο είναι καποιανού από σας;
    παράδειγμα  Do you still consider him one of your friends?
    Τον θεωρείς ακόμα φίλο σου;
    παράδειγμα  He laid there like one of the dead.
    Ήταν ξαπλωμένος σαν (άνθρωπος) πεθαμένος.
  4. ένα άτομο με το είδος που αναφέρεται
    παράδειγμα  the little ones (the children of a family) - τα μικρά (τα παιδιά μιας οικογένειας)
    παράδειγμα  When my loved one left…
    Όταν έφυγε η αγαπημένη μου…
    παράδειγμα  He is a shy one.
    Είναι ντροπαλός.
    παράδειγμα  I am not one to be frightened easily.
    Δεν είμαι άνθρωπος που τρομάζει (απ' όλους που τρομάζουν) εύκολα.
  5. (αόριστη ονομαστική προσωπική αντωνυμία, επίσημο) κάποιος, κανένας/κανείς (στη σημασία: κάποιος), χρησιμοποιείται για να σημαίνει τους ανθρώπους γενικά
    παράδειγμα  One must always do one’s duty.
    Πρέπει κανείς να κάνει πάντα το καθήκον του.
    παράδειγμα  One must always be careful.
    Πρέπει κανείς να προσέχει πάντα.
    παράδειγμα  One could ask.
    Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει.
  6. το αστείο
    παράδειγμα  That’s a good one!
    Ωραίο αστείο αυτό!
     συνώνυμα: joke

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

one (en)

  1. ένας, μια, ένα
    παράδειγμα  one dog - ένας σκύλος
    παράδειγμα  one chair - μια καρέκλα
    παράδειγμα  Take one - Πάρε ένα
    παράδειγμα  twenty one - είκοσι ένα
    παράδειγμα  a hundred and one - εκατόν ένα
    παράδειγμα  one Greek Time - Ώρα Ελλάδος μία
    παράδειγμα  We will meet at one.
    Θα συναντηθούμε στη μία.
    παράδειγμα  Book One/Chapter One - Βιβλίο πρώτο/κεφάλαιο πρώτο
  2. ένας, χρησιμοποιείται στην επίσημη γλώσσα ή για έμφαση πριν από εκατό, χιλιάδες, κτλ., ή πριν από μια μονάδα μέτρησης αντί για a
    παράδειγμα  one hundred and one - εκατόν ένα
    παράδειγμα  one hundred/one thousand/one million - εκατό/χίλια/ένα εκατομμύριο
    παράδειγμα  He missed the world record by one second.
    Για ένα δευτερόλεπτο έχασε το παγκόσμιο ρεκόρ.
    παράδειγμα  One Thousand and One Nights - Οι Χίλιες Μία Νύχτες
  3. ένας, χρησιμοποιείται για έμφαση για να σημαίνει μόνο ένα
    παράδειγμα  There’s only one way for someone to do it.
    Υπάρχει μόνον ένας τρόπος να το κάνεις κανείς.
    παράδειγμα  the one and only - μία και μοναδική
    παράδειγμα  There is the one road.
    Ένας δρόμος υπάρχει.
  4. ένας, ένα άτομο ή ένα πράγμα, ειδικά όταν είναι μέρος μιας ομάδας
    παράδειγμα  One of my friends lives in Chicago.
    Ένας από τους φίλους μου μένει στο Σικάγο.
    παράδειγμα  One place I want to go is Japan.
    Ένα μέρος που θέλω να πάω είναι η Ιαπωνία.
    παράδειγμα  They are so much alike that it is difficult to tell (the) one from the other.
    Μοιάζουν τόσο πολύ που είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο.
  5. ένας, χρησιμοποιείται για έμφαση για να σημαίνει το πιο σημαντικό
    παράδειγμα  His one purpose was to study them.
    Ένα σκοπό είχε, να τους σπουδάσει.
  6. ένας, χρησιμοποιείται όταν μιλάω για μια στιγμή στο παρελθόν ή στο μέλλον, χωρίς να λέω πραγματικά ποια
    παράδειγμα  one day/one night/one morning/one afternoon/one evening
    μια μέρα/μια νύχτα/ένα πρωί/ένα απόγευμα/ένα βράδυ
    παράδειγμα  She was born one morning.
    Γεννήθηκε ένα πρωί.
    παράδειγμα  We have to go to Greece one summer.
    Πρέπει να πάμε στην Ελλάδα ένα καλοκαίρι.
    παράδειγμα  He was born one day at noon.
    Γεννήθηκε ένα μεσημέρι.
    παράδειγμα  He was born one Sunday in March./He was born on a Sunday in March.
    Γεννήθηκε μια Κυριακή του Μαρτίου.
    συγκρίνετε με το: a
  7. ο ίδιος
    παράδειγμα  They all went off in one direction.
    Έφυγε όλοι προς την ίδια κατεύθυνση.
    παράδειγμα  Jekyll and Hyde were one person.
    Ο Τζέκυλ και ο Χάιντ ήταν το ίδιο πρόσωπο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη same

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

one (pl)