αυτοπαθής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοπαθής < (ελληνιστική κοινή) αὐτοπαθής (χρησιμοποιήθηκε από τους Αλεξανδρινούς συγγραφείς για να διαχωρίσει τις αντωνυμίες σε «ἀλλοπαθεῖς» και «αὐτοπαθεῖς», αλλά και τα ρήματα σε «μεταβατικά» και «αυτοπαθῆ»)
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτοπαθής, -ής, -ές
- (γραμματική) για ρήμα του οποίου η ενέργεια επιστρέφει στο υποκείμενο
- (γραμματική) για αντωνυμία που εκφράζει την παραπάνω σχέση
- (αρχαιοπρεπές) που από μόνος του παθαίνει κάτι ή αποκτά πείρα κάποιου πράγματος