πείρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πείρα | ||
γενική | της | πείρας | ||
αιτιατική | την | πείρα | ||
κλητική | πείρα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πείρα < αρχαία ελληνική πεῖρα < πειρῶμαι
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πείρα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η γνώση που προσφέρει η πρακτική ενασχόληση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο·
- είναι παιδί ακόμα, δεν έχει πείρα της ζωής
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- δεν είναι συνώνυμη με την εμπειρία η οποία συνήθως αναφέρεται σε μεμονωμένα βιώματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πείρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)