αυτοπάθεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αὐτοπάθεια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοπάθεια οι αυτοπάθειες
      γενική της αυτοπάθειας των αυτοπαθειών
    αιτιατική την αυτοπάθεια τις αυτοπάθειες
     κλητική αυτοπάθεια αυτοπάθειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοπάθεια < (ελληνιστική κοινήαὐτοπάθεια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοπάθεια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]