υποκείμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποκείμενο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποκείμενο ουδέτερο
- ζώο ή άνθρωπος που υποβάλλεται σε επιστημονικό πείραμα
- το φάρμακο προκάλεσε αρνητική αντίδραση σε τρία από τα υποκείμενα
- ζώο ή άνθρωπος για τον οποίο αναφερόμαστε ή κάνουμε ανάλυση
- (γραμματική) η λέξη ή σύνολο λέξεων (ονοματική φράση) που μας δείχνουν ποιος ενεργεί, παθαίνει κάτι, ή βρίσκεται σε μια κατάσταση
- το υποκείμενο της πρότασης «ο αγριεμένος σκύλος δάγκωσε το αγόρι» είναι «ο αγριεμένος σκύλος»
- (μεταφορικά‑υβριστικό) κακής ποιότητας άνθρωπος