subject
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | subject |
συγκριτικός | more subject |
υπερθετικός | most subject |
subject (en)
- υποκείμενος
- Menu listings and prices are subject to change.
- The local board sets local policy, subject to approval from the State Board.
- υπήκοος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
subject | subjects |
subject (en)
- το θέμα, η υπόθεση, ένα πράγμα ή πρόσωπο που συζητείται, περιγράφεται ή αντιμετωπίζεται
- ↪ the subject of an essay - το θέμα μιας έκθεσης
- ↪ the subject of a conversation - το θέμα μιας συνομιλίας
- ↪ He can write about any subject you can imagine.
- Μπορεί να γράψει για οποιοδήποτε θέμα φανταστείς.
- ↪ While we are still on the subject of overtime.
- Ενώ είμαστε ακόμα στο θέμα των υπερωριών.
- ↪ I stray from the/I get back to the subject.
- Βγαίνω από το/ξαναγυρίζω στο θέμα.
- ↪ When we came to the subject of the loan…
- Όταν ήρθαμε στην υπόθεση του δανείου…
- ≈ συνώνυμα: matter και topic
- (γραμματική) το υποκείμενο
- ο υπήκοος
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | subject |
γ΄ ενικό ενεστώτα | subjects |
αόριστος | subjected |
παθητική μετοχή | subjected |
ενεργητική μετοχή | subjecting |
subject (en)
- υποβάλλω
- υπόκειμαι (με to)
- ↪ The employees are subject to the control of their directors.
- Οι υπάλληλοι υπόκεινται στον έλεγχο των διευθυντών τους.
- ↪ The employees are subject to the control of their directors.
Πηγές[επεξεργασία]
- subject (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- subject (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- subject (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 370, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: θέμα, υπόθεση