subject

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

subject (en)

  1. υποκείμενος
    Menu listings and prices are subject to change.
    The local board sets local policy, subject to approval from the State Board.
  2. υπήκοος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
subject subjects

subject (en)

  1. το θέμα
  2. (γραμματική) το υποκείμενο
  3. ο υπήκοος

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας subject
γ΄ ενικό ενεστώτα subjects
αόριστος subjected
παθητική μετοχή subjected
ενεργητική μετοχή subjecting

subject (en)

  1. υποβάλλω
  2. υπόκειμαι (με to)
    The employees are subject to the control of their directors.
    Οι υπάλληλοι υπόκεινται στον έλεγχο των διευθυντών τους.