Μετάβαση στο περιεχόμενο
subject (en) (επίσημο)
- υπόκειμαι, που είναι πιθανό να επηρεαστεί από κάτι, ειδικά από κάτι κακό
- ⮡ The salary is subject to a 5% deduction.
- Ο μισθός υπόκειται σε κρατήσεις 5%.
- ⮡ These products are subject to change.
- Τα προϊόντα αυτά υπόκεινται σε αλλοιώσεις.
- εξαρτιέμαι, καθορίζομαι, που εξαρτάται από κάτι προκειμένου να ολοκληρωθεί ή να συμφωνηθεί
- ⮡ Expansion is subject to the available capital.
- Η ανάπτυξη εξαρτάται από τα κεφάλαια που υπάρχουν.
- ⮡ My expenses are subject to my income.
- Τα έξοδά μου καθορίζονται από το εισόδημά μου.
- υπόκειμαι, βρίσκομαι υπό τον έλεγχό του
- ⮡ The matter is subject to the authority of the president of the organization.
- Το ζήτημα υπόκειται στις αρμοδιότητες του προέδρου του οργανισμού.
subject (en)
- το θέμα, η υπόθεση, ένα πράγμα ή πρόσωπο που συζητείται, περιγράφεται ή αντιμετωπίζεται
- ⮡ the subject of an essay - το θέμα μιας έκθεσης
- ⮡ the subject of a conversation - το θέμα μιας συνομιλίας
- ⮡ He can write about any subject you can imagine.
- Μπορεί να γράψει για οποιοδήποτε θέμα φανταστείς.
- ⮡ While we are still on the subject of overtime.
- Ενώ είμαστε ακόμα στο θέμα των υπερωριών.
- ⮡ I stray from the/I get back to the subject.
- Βγαίνω από το/ξαναγυρίζω στο θέμα.
- ⮡ When we came to the subject of the loan…
- Όταν ήρθαμε στην υπόθεση του δανείου…
- ≈ συνώνυμα: matter και topic
- (γραμματική) το υποκείμενο
- ο υπήκοος
- ⮡ all Greek subjects - όλοι οι Έλληνες υπήκοοι
subject (en) (επίσημο)
- υπόκειμαι
- ⮡ The employees are subject to the control of their directors.
- Οι υπάλληλοι υπόκεινται στον έλεγχο των διευθυντών τους.