subject
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
subject (en)
- υποκείμενος
- Menu listings and prices are subject to change.
- The local board sets local policy, subject to approval from the State Board.
- υπήκοος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
subject | subjects |
subject (en)
- το θέμα
- (γραμματική) το υποκείμενο
- ο υπήκοος
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | subject |
γ΄ ενικό ενεστώτα | subjects |
αόριστος | subjected |
παθητική μετοχή | subjected |
ενεργητική μετοχή | subjecting |
subject (en)