ενέργεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐνέργεια, ενάργεια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενέργεια οι ενέργειες
      γενική της ενέργειας των ενεργειών
    αιτιατική την ενέργεια τις ενέργειες
     κλητική ενέργεια ενέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενέργεια < αρχαία ελληνική ἐνέργεια[1]
για τη φυσική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική énergie και αγγλική energy < υστερολατινική energeia > αρχαία ελληνική ἐνέργεια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈneɾ.ʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νέρ‐γει‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενέργεια θηλυκό

  1. η ανθρώπινη πράξη
  2. (φυσική) η θεμελιώδης ποσότητα που χαρακτηρίζει ένα σώμα ή χώρο που μπορεί να μεταβάλλει κάποιο άλλο σώμα ή να μεταβληθεί

Εκφράσεις[επεξεργασία]

όροι:

εκφράσεις:

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]