energy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
energy | energies |
energy (en)
- η ενέργεια
- ↪ Energy has more weight in the increase of inflation.
- Η ενέργεια έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αύξηση του πληθωρισμού.
- ↪ Energy has more weight in the increase of inflation.
- η ενεργητικότητα
- ↪ The team entered the second half with energy.
- Με ενεργητικότητα η ομάδα μπήκε στο δεύτερο ημίχρονο.
- ↪ The team entered the second half with energy.