energy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
energy | energies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
energy (en)
- (μη μετρήσιμο) η ενεργητικότητα, η δύναμη, η προσπάθεια και ο ενθουσιασμός που απαιτούνται για σωματική ή πνευματική δραστηριότητα, εργασία κτλ.
- ↪ He is full of energy.
- Είναι γεμάτος ενεργητικότητα.
- ↪ The team entered the second half with energy.
- Με ενεργητικότητα η ομάδα μπήκε στο δεύτερο ημίχρονο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
- ↪ He is full of energy.
- (μη μετρήσιμο, φυσική) η ενέργεια, μια πηγή που χρησιμοποιείται για την οδήγηση μηχανών, την παροχή θερμότητας κτλ.
- ↪ atomic/nuclear/solar energy - ατομική/πυρηνική/ηλικιακή ενέργεια
- ↪ the law of the conservation of energy - ο νόμος της διατήρησης της ενέργειας
- ↪ Energy has more weight in the increase of inflation.
- Η ενέργεια έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αύξηση του πληθωρισμού.
Πηγές[επεξεργασία]
- energy - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 291, 291-292. ISBN 9780194325684., λήμμα: ενέργεια, ενεργητικότητα