energy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
energy energies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

energy (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ενεργητικότητα, η δύναμη, η προσπάθεια και ο ενθουσιασμός που απαιτούνται για σωματική ή πνευματική δραστηριότητα, εργασία κτλ.
    He is full of energy.
    Είναι γεμάτος ενεργητικότητα.
    The team entered the second half with energy.
    Με ενεργητικότητα η ομάδα μπήκε στο δεύτερο ημίχρονο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness
  2. (μη μετρήσιμο, φυσική) η ενέργεια, μια πηγή που χρησιμοποιείται για την οδήγηση μηχανών, την παροχή θερμότητας κτλ.
    atomic/nuclear/solar energy - ατομική/πυρηνική/ηλικιακή ενέργεια
    the law of the conservation of energy - ο νόμος της διατήρησης της ενέργειας
    Energy has more weight in the increase of inflation.
    Η ενέργεια έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αύξηση του πληθωρισμού.

Πηγές[επεξεργασία]