action
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
action | actions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
action (en)
- η δράση, η πράξη, η ενέργεια
- (μη μετρήσιμο) η δράση, συναρπαστικά γεγονότα
- ↪ I live a life of action.
- Ζω μια ζωή με δράση.
- ↪ I live a life of action.
- (στρατιωτικός όρος) η μάχη
- (νομικός όρος) η μήνυση, η αγωγή
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
action | actions |
action (fr) θηλυκό