αγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγωγή | οι | αγωγές |
γενική | της | αγωγής | των | αγωγών |
αιτιατική | την | αγωγή | τις | αγωγές |
κλητική | αγωγή | αγωγές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγωγή < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἀγωγή < ἄγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγωγή θηλυκό
- διαδικασία απόκτησης τρόπων συμπεριφοράς
- διαδικασία μετάδοσης αξιών, ιδανικών, προτύπων, κανόνων συμπεριφοράς, αρχών μέσω της οποίας διαμορφώνεται η κοινωνική συμπεριφορά (διαγωγή) και ο χαρακτήρας.
- (συνεκδοχικά) εκπαίδευση
- ↪ σχολικό μάθημα ολυμπιακής αγωγής
- (νομική) έγγραφο δικαστικής παρέμβασης για την επίλυση πολιτικού αδικήματος και ταυτόχρονα έννομης αξιώσεως
- (νομική) ως δικονομική έννοια αποτελεί τη διαδικαστική πράξη με την οποία αρχίζει η προδικασία της δίκης μέχρι και την έκδοση ευνοϊκής απόφασης, ουσιαστικά όμως η αγωγή ταυτίζεται και με την αξίωση προστασίας νομίμου δικαιώματος, διακρινόμενη έτσι α) σε προσωπική και β) σε πραγματική ή απρόσωπη.
- (νομική) ένδικο μέσο για την απαίτηση χρηματικής ικανοποίησης
- (συνεκδοχικά) διαδικασία κατάθεσης της αγωγής
- (φυσική) το φαινόμενο της μετάδοσης θερμότητας μέσα σ΄ ένα σώμα. π.χ. μιας μεταλλικής ράβδου.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγωγή
Πηγές[επεξεργασία]
- «αγωγή» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.