συναγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συναγωγή | οι | συναγωγές |
γενική | της | συναγωγής | των | συναγωγών |
αιτιατική | τη | συναγωγή | τις | συναγωγές |
κλητική | συναγωγή | συναγωγές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.na.ɣɔˈʝi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναγωγή θηλυκό
- η συνάθροιση, η συγκέντρωση ανθρώπων στον ίδιο τόπο
- ≈ συνώνυμα: σύναξη, συσσώρευση
- το μάζεμα, η συλλογή
- το αποτέλεσμα του συνάγω (π.χ. ένα συμπέρασμα)
- (ιουδαϊσμός) ο τόπος συγκέντρωσης, λατρείας της ιουδαϊκής θρησκείας
- (φυσική) η θερμοσυναγωγή, τρόπος με τον οποίο μεταφέρεται η θερμότητα μέσα σε ένα ρευστό
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εβραϊκή συναγωγή
θερμοσυναγωγή
[επεξεργασία]
- ↑ «συναγωγή» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | συναγωγή | συναγωγά | συναγωγαί |
Γενική | συναγωγῆς | συναγωγαῖν | συναγωγῶν |
Δοτική | συναγωγῇ | συναγωγαῖν | συναγωγαῖς |
Αιτιατική | συναγωγήν | συναγωγά | συναγωγάς |
Κλητική | συναγωγή | συναγωγά | συναγωγαί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναγωγή < συνάγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναγωγή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- συναγωγή στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «συναγωγή» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ιουδαϊσμός (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)