Μετάβαση στο περιεχόμενο

assemblée

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
assemblée assemblées

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

assemblée (fr) θηλυκό

  1. η συνέλευση
  2. η ομήγυρη