συσσώρευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συσσώρευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συσσώρευση θηλυκό
- η συγκέντρωση υπερβολικής ποσότητας σε ένα σημείο,συνήθως ομοειδών αντικειμένων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συσσώρευση