Μετάβαση στο περιεχόμενο

buildup

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
buildup buildups

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
buildup < build + up

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

buildup (en)

  • (μη μετρήσιμο, ενικός) η συγκέντρωση, μια αύξηση της ποσότητας κάτι σε μια χρονική περίοδο
      the buildup of oil supplies/nuclear weapons - η συγκέντρωση αποθεμάτων πετρελαίου/πυρηνικών όπλων

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]