build
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | build |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | builds |
αόριστος | built |
παθητική μετοχή | built |
ενεργητική μετοχή | building |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
build (en)