χτίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χτίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χτίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κτίζω με ανομοίωση [kt] > [xt][1] Δείτε και το κτίζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈxti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτί‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]χτίζω, αόρ.: έχτισα, παθ.φωνή: χτίζομαι, π.αόρ.: χτίστηκα, μτχ.π.π.: χτισμένος
- (οικοδομική) κατασκευάζω με τούβλα, ξύλα ή άλλα υλικά κάτι (οίκημα, οικοδόμημα)
- (μεταφορικά) δημιουργώ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- κτίζω (λόγιο)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
χτι-, κτι-
χτι-, κτι-
οι τύποι, όπως βρέθηκαν σε λεξικά ή κείμενα:
χτι- ή το λογιότερο -κτι-
σύνθετα με -χτι- ή -κτι-
- αγγελόχτιστος
- αγεροχτίστης
- αεροκτίζω, αεροκτίζομαι
- αναχτίζω, ανακτίζω, ανακτίζομαι
- αναριοχτίζω
- αναριοχτισμένος
- αποκτίζω, αποκτίζομαι
- αραιοχτισμένος
- αριοχτισμένος
- αρχιχτίστης, αρχικτίστης
- αρχοντοχτισμένος
- ασβεστόχτιστος, ασβεστόκτιστος
- άχτιστος, άκτιστος
- αψηλοχτίζω
- αψηλοχτισμένος
- βραχοκτισμένος
- γεροχτίζω
- γεροχτισμένος
- γιγαντόχτιστος
- γρανιτόχτιστος
- διαμαντόχτιστος
- διαμαντοχτιστός
- δυνατοχτισμένος
- επανακτίζω
- επίκτισμα
- ημίκτιστος
- θαλασσοκτισμένος
- θεόχτιστος, θεόκτιστος
- θεοχτισμένος
- θολόκτιστος
- καστροχτίστης
- λιθόκτιστος, λιθόχτιστος
- καινουργοχτισμένος
- κακοχτίζω, κακοχτίζομαι, κακοκτίζω, κακοκτίζομαι
- κακοχτισμένος, κακοκτισμένος
- κακόχτιστος
- κακοχτιστός
- καλοχτίζω, καλοχτίζομαι, καλοκτίζω, καλοκτίζομαι
- καλοχτισμένος, καλοκτισμένος
- καλόχτιστος, καλόκτιστος
- καστροχτισμένος
- κουρασανόχτιστος
- κυματοχτισμένος
- λασπόχτιστος
- λιθοκτισμένος
- λιθόχτιστος, λιθόκτιστος
- μαρμαροχτισμένος, μαρμαροκτισμένος
- μαρμαρόχτιστος, μαρμαρόκτιστος
- μισοχτίζω, μισοχτίζομαι, μισοκτίζω, μισοκτίζομαι
- μισοχτισμένος, μισοκτισμένος
- μισόχτιστος
- μυστηριόχτιστος
- νεοχτισμένος, νεοκτισμένος
- νεφελοχτίστης
- νεόχτιστος, νεόκτιστος
- νεραϊδόχτιστος
- νεροχτισμένος
- νησόχτιστος
- νιοχτισμένος
- νιόχτιστος, νιόκτιστος
- ξαναχτίζω, ξαναχτίζομαι, ξανακτίζω, ξανακτίζομαι
- ξαναχτίσιμο
- ξανάχτισμα, ξανάκτισμα
- ξαναχτισμένος, ξανακτισμένος
- ξαναχτιστός
- ξεχτίζω
- ξυλόχτιστος, ξυλόκτιστος
- ομορφοχτισμένος
- ονειροχτισμένος
- ονειρόχτιστος
- πασσαλόκτιστος
- πετροχτισμένος
- πηλόχτιστος, πηλόκτιστος
- πλιθόχτιστος
- πλινθόκτισμα
- πλινθοκτισμένος
- πλινθόκτιστος
- προσοχτίζω
- πρόσκτισμα
- πρωτοκτισμένος
- πρωτοχτίζω, πρωτοχτίζομαι, πρωτοκτίζομαι
- πρωτοχτίστης
- πρωτόχτιστος, πρωτόκτιστος
- πυκνοχτισμένος, πυκνοκτισμένος
- σιγοχτίζω
- σιδηρόκτιστος
- σμαραδόχτιστος
- στουρναρόχτιστος
- συννεφόχτιστος
- τοιχοκτισμένος
- τουβλόχτιστος
- φρεσκοχτισμένος
- φτωχοχτισμένος
- χρυσόκτιστος
- χρυσοκτιστός
- χρυσολιθοκτισμένος
- ψηλόχτιστος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χτίζω | έχτιζα | θα χτίζω | να χτίζω | χτίζοντας | |
β' ενικ. | χτίζεις | έχτιζες | θα χτίζεις | να χτίζεις | χτίζε | |
γ' ενικ. | χτίζει | έχτιζε | θα χτίζει | να χτίζει | ||
α' πληθ. | χτίζουμε | χτίζαμε | θα χτίζουμε | να χτίζουμε | ||
β' πληθ. | χτίζετε | χτίζατε | θα χτίζετε | να χτίζετε | χτίζετε | |
γ' πληθ. | χτίζουν(ε) | έχτιζαν χτίζαν(ε) |
θα χτίζουν(ε) | να χτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έχτισα | θα χτίσω | να χτίσω | χτίσει | ||
β' ενικ. | έχτισες | θα χτίσεις | να χτίσεις | χτίσε | ||
γ' ενικ. | έχτισε | θα χτίσει | να χτίσει | |||
α' πληθ. | χτίσαμε | θα χτίσουμε | να χτίσουμε | |||
β' πληθ. | χτίσατε | θα χτίσετε | να χτίσετε | χτίστε | ||
γ' πληθ. | έχτισαν χτίσαν(ε) |
θα χτίσουν(ε) | να χτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χτίσει | είχα χτίσει | θα έχω χτίσει | να έχω χτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χτίσει | είχες χτίσει | θα έχεις χτίσει | να έχεις χτίσει | έχε χτισμένο | |
γ' ενικ. | έχει χτίσει | είχε χτίσει | θα έχει χτίσει | να έχει χτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χτίσει | είχαμε χτίσει | θα έχουμε χτίσει | να έχουμε χτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χτίσει | είχατε χτίσει | θα έχετε χτίσει | να έχετε χτίσει | έχετε χτισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν χτίσει | είχαν χτίσει | θα έχουν χτίσει | να έχουν χτίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) χτισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) χτισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) χτισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) χτισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χτίζομαι | χτιζόμουν(α) | θα χτίζομαι | να χτίζομαι | ||
β' ενικ. | χτίζεσαι | χτιζόσουν(α) | θα χτίζεσαι | να χτίζεσαι | ||
γ' ενικ. | χτίζεται | χτιζόταν(ε) | θα χτίζεται | να χτίζεται | ||
α' πληθ. | χτιζόμαστε | χτιζόμαστε χτιζόμασταν |
θα χτιζόμαστε | να χτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | χτίζεστε | χτιζόσαστε χτιζόσασταν |
θα χτίζεστε | να χτίζεστε | (χτίζεστε) | |
γ' πληθ. | χτίζονται | χτίζονταν χτιζόντουσαν |
θα χτίζονται | να χτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χτίστηκα | θα χτιστώ | να χτιστώ | χτιστεί | ||
β' ενικ. | χτίστηκες | θα χτιστείς | να χτιστείς | χτίσου | ||
γ' ενικ. | χτίστηκε | θα χτιστεί | να χτιστεί | |||
α' πληθ. | χτιστήκαμε | θα χτιστούμε | να χτιστούμε | |||
β' πληθ. | χτιστήκατε | θα χτιστείτε | να χτιστείτε | χτιστείτε | ||
γ' πληθ. | χτίστηκαν χτιστήκαν(ε) |
θα χτιστούν(ε) | να χτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χτιστεί | είχα χτιστεί | θα έχω χτιστεί | να έχω χτιστεί | χτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις χτιστεί | είχες χτιστεί | θα έχεις χτιστεί | να έχεις χτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει χτιστεί | είχε χτιστεί | θα έχει χτιστεί | να έχει χτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χτιστεί | είχαμε χτιστεί | θα έχουμε χτιστεί | να έχουμε χτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε χτιστεί | είχατε χτιστεί | θα έχετε χτιστεί | να έχετε χτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χτιστεί | είχαν χτιστεί | θα έχουν χτιστεί | να έχουν χτιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χτισμένος - είμαστε, είστε, είναι χτισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χτισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χτισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χτισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χτισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χτισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χτισμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χτίζω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χτίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικοδομική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)