synagogue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
synagogue | synagogues |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]synagogue (en)
- (ιουδαϊσμός) η συναγωγή
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
synagogue | synagogues |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]synagogue (fr) θηλυκό