πιστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιστός οι πιστοί
      γενική του πιστού των πιστών
    αιτιατική τον πιστό τους πιστούς
     κλητική πιστέ πιστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιστός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πιστός πιστός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /piˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐στός

Επίθετο[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιστός η πιστή το πιστό
      γενική του πιστού της πιστής του πιστού
    αιτιατική τον πιστό την πιστή το πιστό
     κλητική πιστέ πιστή πιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιστοί οι πιστές τα πιστά
      γενική των πιστών των πιστών των πιστών
    αιτιατική τους πιστούς τις πιστές τα πιστά
     κλητική πιστοί πιστές πιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πιστός, -ή , -ό

  1. που παραμένει σταθερός, αφοσιωμένος σε κάτι ή κάποιον
    πιστός φίλος, πιστός στις συνήθειές του
    ※  Ορκίσου, είπε του Χρυσήλιου, σε τούτο το άγιο εικόνισμα, να μείνεις πιστός στο λόγο σου και στο Βασιλέα σου.
    Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα [μυθιστόρημα]
  2. που δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη προς κάποιον ή κάτι
    πιστός οπαδός ενός κόμματος ή μιας ομάδας
  3. ολόιδιος, ακριβής, όπως στο πρωτότυπο
    πιστό φωτοαντίγραφο

Αντώνυμα[επεξεργασία]


Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιστός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]