Μετάβαση στο περιεχόμενο

πιστού

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: πιστοῦ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιστού < (άμεσο δάνειο) γαλλική pistou

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /piˈstu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιστού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πιστού θηλυκό ή ουδέτερο, άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πιστού αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του πιστός
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (πιστό) του πιστός