σπεσιαλιτέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπεσιαλιτέ < γαλλική spécialité
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπεσιαλιτέ θηλυκό άκλιτο
- φαγώσιμο που παρασκευάζεται αποκλειστικά από κάποιον ή κάποια περιοχή που ειδικεύονται στην δημιουργία του
- (γενικότερα) κάτι που πιστεύουμε ότι κάνουμε καλύτερα από τους άλλους, δηλαδή ότι είμαστε εξειδικευμένοι σε αυτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπεσιαλιτέ