ειδικεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ðiˈce.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐δι‐κεύ‐ο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

ειδικεύομαι, π.αόρ.: ειδικεύτηκα, μτχ.π.π.: ειδικευμένος, (ενεργ.: ειδικεύω)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ειδικός και είδος

Κλίση[επεξεργασία]