δημιουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δημιουργία < αρχαία ελληνική δημιουργία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.mi.uɾˈʝi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δημιουργία θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος δημιουργώ
- η δημιουργία ενός έργου τέχνης
- το αποτέλεσμα (παράγωγο, παραγόμενο) της πράξης (του ρήματος) δημιουργώ, το δημιούργημα
- αυτός ο οίκος μόδας παρουσίασε τις νέες του δημιουργίες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αναδημιουργία
- δημιούργημα
- Δημιουργία (τίτλος)
- δημιουργικότητα
- → και δείτε τη λέξη δημιουργός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δημιουργία
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δημιουργίᾱ | αἱ | δημιουργίαι |
γενική | τῆς | δημιουργίᾱς | τῶν | δημιουργιῶν |
δοτική | τῇ | δημιουργίᾳ | ταῖς | δημιουργίαις |
αιτιατική | τὴν | δημιουργίᾱν | τὰς | δημιουργίᾱς |
κλητική ὦ! | δημιουργίᾱ | δημιουργίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δημιουργίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δημιουργίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]δημιουργία < δημιουργ(ός) (δῆμος) + -ία. Δείτε και το επίθημα -ουργία / ἔργον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δημιουργία θηλυκό
- δημιουργία, γέννηση, κατασκευή
- ανθρώπινη εργασία, χειροτεχνία
Πηγές
[επεξεργασία]- δημιουργία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δημιουργία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ουργία (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)