ἔργον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἔργον | τὰ | ἔργᾰ |
γενική | τοῦ | ἔργου | τῶν | ἔργων |
δοτική | τῷ | ἔργῳ | τοῖς | ἔργοις |
αιτιατική | τὸ | ἔργον | τὰ | ἔργᾰ |
κλητική ὦ! | ἔργον | ἔργᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἔργω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἔργοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἔργον < ϝέργον < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *wérgon < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wérǵom (δουλειά) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *werǵ (εργάζομαι, δημιουργώ), συγγενή τα αρχαία ελληνικά ὄργανον, αγγλοσαξονικά weorc (αγγλικά work) (δουλειά), αλβανικά vërdhoj (δουλεύω χωρίς ανάπαυση), αρμενικά գործ (γκορκ) (δουλειά)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἔργον, -ου ουδέτερο
- η εργασία, η δουλειά, η βασική ασχολία
- το αποτέλεσμα της εργασίας, το έργο, η ενέργεια, η πράξη, η δραστηριότητα, αυτό που δε γίνεται μόνο του, αλλά το κάνει κάποιος, αυτό που δημιουργείται
- Ἔργα καὶ Ἡμέραι (το έργο του Ησίοδου για τα επιτεύγματα, τις ενέργειες ανθρώπων και θεών, τα γεγονότα)
- καἄκουε τοὔργον (: κι άκου τι πρέπει να κάνεις)
- κυρίως ο πολεμικός άθλος, αλλά και κάτι ξεχωριστό, κάποιο κατόρθωμα, επίτευγμα γενικότερα
- τῶν δὲ πρότερον ἔργων μέγιστον ἐπράχθη τὸ Μηδικόν (: από τα κατορθώματα του παρελθόντως, το σπουδαιότερο που επιτεύχθηκε ήταν το Μηδικό -ενν. τους Περσικούς πολέμους)
- αγρόκτημα, οργωμένη γη, ακίνητη περιουσία, καλλιεργήσιμη γη, χωράφι, καλλιέργεια
- ὄφρ᾽ ἂν μέν κ᾽ ἀγροὺς ἴομεν καὶ ἔργ᾽ ἀνθρώπων, τόφρα σὺν ἀμφιπόλοισι μεθ᾽ ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν καρπαλίμως ἔρχεσθαι (: ὅσο χωράφια ἢ χτήματα περνοῦμε τῶν ἀνθρώπων, ἐσὺ νὰ γοργοπερπατᾶς πίσω ἀπὸ ζὰ κι ἁμάξι, μὲ τὶς κοπέλες)
- δύο δ᾽ αἰὲν ἔχον πατρώια ἔργα ( : κι άλλοι δύο φρόντιζαν για τα πατρικά χωράφια, τα γονικά χωράφια)
- το έμπρακτο σε αντιδιαστολή προς το θεωρητικό ή το προφορικό, προς τα λόγια
- καὶ μὴν ἔργῳ κοὐκέτι μύθῳ... ( από τη θεωρία στην πράξη)
- σὺ δ᾽ ἡμὶν ἡ μισοῦσα μισεῖς μὲν λόγῳ, ἔργῳ δὲ τοῖς φονεῦσι τοῦ πατρὸς ξύνει (:εσύ μιλάς για το μίσος, αλλά μισείς μόνο στα λόγια, γιατί στην πράξη συντάσσεσαι με τους φονιάδες του πατέρα μας)
- λόγοισιν εἴτ᾽ ἔργοισιν εἰς βλάβην φέρον (: αν τον έβλαψα με λόγια ή με έργα)
- η φράση ἔργον ἐστί ακόμα κι όταν το ρήμα παραλειπόταν, είχε διάφορα νοήματα
- δε χρησιμεύει, δεν κάνουμε τίποτα έτσι :οὐδὲν ἔργον ἑστάναι ή οὐδὲν ἔργον ταῦτα θρηνεῖσθαι
- δεν είναι δουλειά του, είναι αλλουνού :οὐ γὰρ θερμότητος οἶμαι ἔργον ψύχειν ἀλλὰ τοῦ ἐναντίου, οὐδὲ ξηρότητος ὑγραίνειν ἀλλὰ τοῦ ἐναντίου, οὐδὲ δὴ τοῦ ἀγαθοῦ βλάπτειν ἀλλὰ τοῦ ἐναντίου
- λειτουργία (ἔργα τοῦ ἐγκεφάλου -Γαληνός)
- χρειάζεται (καὶ ἐνταῦθα δὴ πολλῆς φυλακῆς ἔργον : πρέπει να προσέξουμε, να δείξουμε επιφυλακτικότητα)
- με το ἔχω και το παρέχω: δημιουργώ προβλήματα, ζητήματα ή με καλή έννοια μπαίνω στον κόπο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]ἔργον οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ᾽ ὄνειδος: η δουλειά δεν είν' ντροπή (Ησίοδος)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- ἐργο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἐργο- στο Βικιλεξικό
- -ουργεῖον Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ουργεῖον στο Βικιλεξικό
- -ουργός Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ουργός στο Βικιλεξικό
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- ἔργον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔργον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)