χωράφι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χωράφι | τα | χωράφια |
γενική | του | χωραφιού | των | χωραφιών |
αιτιατική | το | χωράφι | τα | χωράφια |
κλητική | χωράφι | χωράφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χωράφι < (καθαρεύουσα) χωράφιον < (ελληνιστική κοινή) χωράφιον < υποκοριστικό από την αρχαία ελληνική χώρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χωράφι ουδέτερο
- αγρός που κατά κανόνα καλλιεργείται
- (μεταφορικά) ιδιοκτησία κάποιου
- Στο χωράφι σου είσαι; Για μαζέψου!
[επεξεργασία]
- χωραφάς
- Χωραφάς
- χωραφένιος
- χωριό
- χωριάτης
- χωριάτισσα
- χωρικός
- χωριουδάκι
- χωριάτικος
- χωρίζω
- χωρισμένος
- αντροχωρίστρα
- χωρισμός
- χωριστός
- χώρισμα
- ξεχωριστός
- ξεχωρίζω
- ξεχωρισμένος
- ξεχώρισμα
- χώρος
- πολυχώρος
- χωρίστρα
- χορεύω
- χοροπηδώ
- χορός
- χορευτής
- χορεύτρια
- χορευταράς
- χορευταρού
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
χωράφι στη Βικιπαίδεια