χωράφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χωράφι τα χωράφια
      γενική του χωραφιού των χωραφιών
    αιτιατική το χωράφι τα χωράφια
     κλητική χωράφι χωράφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωράφι < (καθαρεύουσα) χωράφιον < (ελληνιστική κοινή) χωράφιον < υποκοριστικό από την αρχαία ελληνική χώρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χωράφι ουδέτερο

  1. αγρός που κατά κανόνα καλλιεργείται
  2. (μεταφορικά) ιδιοκτησία κάποιου
    Στο χωράφι σου είσαι; Για μαζέψου!

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]