domaine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
domaine | domaines |
domaine (fr) αρσενικό
- η περιουσία
- το κτήμα
- η σφαίρα επιρροής
- ο τομέας
- (μαθηματικά) το πεδίο ορισμού
- (πληροφορική) ο τομέας