σφαίρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφαίρα | οι | σφαίρες |
γενική | της | σφαίρας | των | σφαιρών |
αιτιατική | τη | σφαίρα | τις | σφαίρες |
κλητική | σφαίρα | σφαίρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |



Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφαίρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφαῖρα[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsfe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφαί‐ρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφαίρα θηλυκό
- (γεωμετρία, στερεομετρία) το γεωμετρικό στερεό στο οποίο όλα τα σημεία της επιφάνειας ισαπέχουν από το κέντρο του
- (συνεκδοχικά) κάθε αντικείμενο που έχει σφαιρικό σχήμα
- ↪ η Γη είναι μια σφαίρα
- (μεταφορικά) νοητός χώρος με μία χαρακτηριστική ιδιότητα
- ↪ η σφαίρα του φανταστικού, η σφαίρα του εφικτού, η σφαίρα των ιδεών
- (μεταφορικά) πεδίο δράσης, περιοχή δικαιοδοσίας
- → δείτε την έκφραση δημόσια σφαίρα
- (πυρομαχικά) βολίδα φορητού πυροβόλου όπλου, μπόλι, φυσέκι, φυσίγγιο
- (αθλητισμός) μεταλλικό σφαιρικό αντικείμενο συγκεκριμένου μεγέθους που χρησιμοποιείται σε άθλημα
- (συνεκδοχικά) η σφαιροβολία
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφαίρα (στη γεωμετρία και γενικά)
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
[επεξεργασία]
- ↑ σφαίρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)