φυσέκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυσέκι τα φυσέκια
      γενική του φυσεκιού των φυσεκιών
    αιτιατική το φυσέκι τα φυσέκια
     κλητική φυσέκι φυσέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσέκι < → δείτε τη λέξη φισέκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fiˈse.ci/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυσέκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]