balle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
balle (fr) θηλυκό (πληθυντικός: balles)
- (οπλισμός) η σφαίρα, το βόλι
- (παιχνίδι) το τόπι, η μπάλα
- ↪ balle de tennis, balle de golf - μπάλα του τέννις, μπάλα του γκολφ
- → δείτε τον όρο balle de set
- to πακέτο, το δέμα πραγμάτων
Πηγές[επεξεργασία]
- balle - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Λετονικά (lv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
balle (lv)
- η μπάλα