δέμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δέμα | τα | δέματα |
γενική | του | δέματος | των | δεμάτων |
αιτιατική | το | δέμα | τα | δέματα |
κλητική | δέμα | δέματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δέμα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δέμα[1] (< αρχαία ελληνική δέω: δένω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈðe.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δέ‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δέμα ουδέτερο
- η συσκευασία στην οποία έχουν τοποθετηθεί διάφορα αντικείμενα για μεταφορά ή για ασφάλεια από ζημιές
- (ιδιωματικό) το εσωτερικό μαντήλι κεφαλής (κεφαλόδεσμος) των γυναικών (κυρίως των ηλικιωμένων) της Λευκάδας, με το οποίο συγκρατούσαν τα μαλλιά τους και το οποίο έδεναν κάτω από το κανονικό, εξωτερικό μαντήλι που φορούσαν [2]
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δέμα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δέμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Πανταζής Κοντομίχης, Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη, 2005), λήμμα «δέμα».
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)