Μετάβαση στο περιεχόμενο

πακέτο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πακέτο τα πακέτα
      γενική του πακέτου των πακέτων
    αιτιατική το πακέτο τα πακέτα
     κλητική πακέτο πακέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πακέτο< (άμεσο δάνειο) ιταλική pacchetto (Οι σύγχρονοι όροι τεχνολογίας: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική package. Φαγητό η ποτό που καταναλώνεται έξω από το μαγαζί που αγοράστηκε: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική takeaway)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈce.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πακέτο
πακέτο για ταχυδρομική παράδοση
ένα πακέτο τσιγάρα
φαγητό σε πακέτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πακέτο ουδέτερο

  1. δέμα (π.χ. δώρο) περιτυλιγμένο σε χαρτί
      o ταχυδρόμος έφερε ένα πακέτο
  2. κουτί με τσιγάρα
      αγόρασε ένα πακέτο (τσιγάρα)
  3. (οικονομία) σύνολο προτάσεων προς μελέτη
      ο επίτροπος πρότεινε ένα πακέτο για τα μεσογειακά κράτη
  4. (δίκτυο υπολογιστών) packet: μικρό τμήμα ενός συνόλου δεδομένων που άγεται (μεταφέρεται) από τον ένα κόμβο (node) στον άλλο, σε ένα δίκτυο μεταγωγής πακέτων
     δείτε τη λέξη μεταγωγή πακέτου (packet switching)
    Δείτε επίσης: πακέτο στη Βικιπαίδεια
  5. (λογισμικό) package: λογισμικό (software) που έχει προετοιμαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να εγκατασταθεί με έναν διαχειριστή πακέτων (package manager).
  6. για φαγητό ή ποτό που αγοράζουμε σε κατάστημα, όμως δεν το καταναλώνουμε εκεί, αλλά στο σπίτι μας, στη δουλειά μας ή κάπου αλλού
     δείτε τις λέξεις τροφοδιανομή και ντελίβερι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]